Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το γήπεδο ποδοσφαίρου

  • 1 футбольный

    футбольный ποδοσφαιρικός; \футбольныйая команда η ποδοσφαιρική ομάδα; \футбольный матч о ποδοσφαιρικός αγώνας* \футбольныйое поле το γήπεδο ποδοσφαίρου
    * * *

    футбо́льная кома́нда — η ποδοσφαιρική ομάδα

    футбо́льный матч — ο ποδοσφαιρικός αγώνας

    футбо́льное по́ле — το γήπεδο ποδοσφαίρου

    Русско-греческий словарь > футбольный

  • 2 полв

    пол||в
    с
    1. (земля) τό χωράφι, ὁ ἀγρός:
    залежное \полв τό χέρσο χωράφι· пахотное \полв τό καλλιεργήσιμο χωράφι· хлопковые \полвя οἱ βαμβακοφυτείες·
    2. (участок) τό πεδίο[ν], τό γήπεδο[ν]:
    \полв боя τό πεδίο τής μάχης· футбольное \полв γήπεδο ποδοσφαίρου, τό ποδοσφαιρικό γήπεδο· летное \полв τό πεδίον ἀεροπορικών πτήσεων минное \полв τό ναρκοπέδιον
    3. (фон) τό φόντο·
    4. (книги, тетради и т. п.) τό περιθώριο[ν]:
    заметки на \полвях οἱ σημειώσεις στό περιθώριο σελίδας· 5.:
    \полвя мн. (шляпы) ὁ γῦρος, τό μπορ·
    6. физ. τό πεδίον:
    электромагнитное \полв τό ήλεκ-τρομαγνητικόν πεδίον ◊ \полв деятельности τό πεδίο δράσεως, ἡ σφαίρα δράσης· \полв зрения τό ὁπτικό πεδίο· одного́ \полвя ягода презр. ἀνθρωποι τοῦ Ιδίου φυράματος, ἀνθρωποι τής ίδιας πάστας.

    Русско-новогреческий словарь > полв

  • 3 поле

    -я, πλθ.ουδ.
    1. πεδιάδα άδεντρη, ακάλυπτη. || χωράφι, αγρός•

    пахать поле οργώνω το χωράφι•

    удобрение -лей λίπανση των αγρών.

    2. γήπεδο•

    тбольное поле γήπεδο ποδοσφαίρου.

    || πεδίο•

    поле обстрела πεδίο βολής•

    поле учений πεδίο ασκήσεων•

    поле зрения πεδίο όρασης ή οπτικό πεδίο•

    минное поле ναρκοπέδιο•

    магнитное поле μαγνητικό πεδίο•

    широкое поле деятельности πλατύ πεδίο (σφαίρα) δράσης•

    марсово поле πεδίο του Αρεως•

    элисиские -я Ηλί-σια πεδία.

    || ο φόντος.
    3. περιθώριο•

    тетрадь с полями τετράδιο με περιθώριο•

    замтки на -ях παρατηρήσεις στο περιθώριο.

    4. πλθ. -я ο γύρος (μπορ) καπέλου.
    5. κυνηγετική εποχή.
    εκφρ.
    поле боя, битвы, сражения, брани – πεδίο της μάχης•
    поле смертиπαλ. πεδίο της μάχης.

    Большой русско-греческий словарь > поле

См. также в других словарях:

  • γήπεδο — το (Α γήπεδον και γεώπεδον*) τμήμα γης, αγροτεμάχιο νεοελλ. οικόπεδο και (κυρίως) έκταση ειδικά διευθετημένη και διαρρυθμισμένη για αθλητικές ασκήσεις ή παιδιές (γήπεδο ποδοσφαίρου) ||αρχ. κήπος μέσα σε αστική περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + πεδον… …   Dictionary of Greek

  • γκαζόν — το χλόη η οποία χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση κήπου ή για να κάνει μαλακότερο τον αγωνιστικό χώρο σε γήπεδο ποδοσφαίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gazon < (φραγκ.) *waso (πρβλ. γερμ. Wasen)] …   Dictionary of Greek

  • Σίδνεϊ — (Sydney). Πόλη (3.596.000 κάτ.) της ΝΑ Αυστραλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης πολιτείας της Νέας Νότιας Ουαλλίας. Βρίσκεται και στις δυο ακτές ενός πολύ οδοντωμένου μυχού του Ειρηνικού, γνωστού με το όνομα Πορτ Τζάκσον, που εισέρχεται στο… …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Popularity of Greek teams — The popularity of Greek teams is one of the hottest sport related topics in Greece. Several newspapers and magazines have conducted polls over the years. The results are consistent in putting Olympiacos CFP first, Panathinaikos second, AEK Athens …   Wikipedia

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • χαντ–μπολ — Άθλημα που μοιάζει με το ποδόσφαιρο, αλλά είναι έτσι προσαρμοσμένο ώστε να παίζεται με τα χέρια. Ο όρος είναι αγγλικός, επικράτησε όμως αντί του ελληνικού χειροσφαίριση. Το γήπεδο και η εστία στην οποία παίζεται έχουν τις ίδιες διαστάσεις, οι… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κούδας, Γιώργος — (Θεσσαλονίκη 1946 –). Ποδοσφαιριστής. Ταυτίστηκε με τη σπουδαία ομάδα του ΠΑΟΚ της δεκαετίας του ‘70 και τον αθλητισμό της Βόρειας Ελλάδας. Σε ηλικία 12 ετών πήγε να δοκιμαστεί στο γήπεδο του ΠΑΟΚ στην Τούμπα. Έκτοτε συνέδεσε την καριέρα του με… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»